Ήταν σ' ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο στο Παρίσι, όταν στο τελευταίο διάλειμμα της τελευταίας μέρας μόλις είχα σερβιριστεί έναν καφέ, μια κυρία από δίπλα κοιτάζει την ταμπέλα στο πέτο μου και αναφωνεί: Μα είστε από την Κρήτη, έρχομαι τόσα χρόνια κάθε καλοκαίρι και αναρωτιόμουν αν θα συναντούσα ποτέ ένα συνάδελφο! Ήταν Μάϊος, η αργία της Πεντηκοστής που κάθε χρόνο γίνεται το συνέδριο ψυχανάλυσης της γαλλικής γλώσσας.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, Αύγουστο η Ρομπέρτα και ο Τζιοβάνι Λεβί ήρθαν στη Φανερωμένη στο πατρικό μου σπίτι να μας επισκεφθούν. Ενώ η Ρομπέρτα μπήκε μέσα, ο Τζιοβάνι περίμενε στον δρόμο καπνίζοντας ένα πούρο σκεφτικός, και αναρωτιόμουν αν έκανε κάποιες σκέψεις που δεν ήθελε να διακόψει ή περίμενε ευγενικά την πρόσκληση μου. Όταν μας σύστησε η Ρομπέρτα μου είπε ότι ο Τζιοβάνι είναι ένας γνωστός ιστορικός για την δημιουργία μιας νέας αντίληψης της ιστορίας την λεγόμενη Μικροϊστορία. Ένα από τα πιο διάσημα βιβλία του ήταν η “Η ιστορία ενός εξορκιστή στο Πεδαιμόντιο τον 17ο αιώνα”. Μέσα από λεπτομερή μελέτη αρχείων των δήμων, της εκκλησίας, συμβολαιογράφων, κλ.π. ανασυντίθεται η ιστορία ενός ανθρώπου μιας συγκεκριμένης εποχής.
Το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ο Τζιοβάνι ήταν αν ο πατέρας μου πολέμησε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η απάντηση ήταν καταφατική και όταν τον ρώτησα πως οδηγήθηκε να κάμει αυτή την ερώτηση, μου απάντησε από τη διαμόρφωση του σπιτιού και τα πλακάκια που ήταν στο δωμάτιο που είχαμε καθίσει.
Πράγματι το σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας μου είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ήταν πετρόχτιστο με τοίχους 60 πόντους, είχε μεγάλα παράθυρα και σε δυο δωμάτια είχε πλακάκια με σχέδια. Ο κάτω όροφος ήταν για τα ζώα καθ' ότι ήταν αγρότης αχυρώνας, εργαλεία, προμήθειες του σπιτιού, κρασιά, λάδια κ.λ.π.
Η παρατήρηση αυτή μου κίνησε την περιέργεια και θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου όπως και όλοι σχεδόν στο χωριό, είχαν μεγαλώσει σε άλλου τύπου σπίτια, που χαρακτήριζαν μια άλλη εποχή.
Θυμάμαι μικρός ακόμα το σπίτι της γιαγιάς μου (ο παππούς είχε πεθάνει) όπου έμενε αυτή με τις δύο ανύπαντρες τότε κόρες, τη Δόξα και τη Γεωργία. Είχε μια αυλόπορτα και ένα ψηλό τοίχο και από μέσα μια μικρή αυλή με τον φούρνο για ψωμί και σε έκτακτες περιπτώσεις για φαγητό, και μετά ένα δωμάτιο που ήταν σαν χολ με μια σκάλα που ανέβαινε στο πάνω υπνοδωμάτιο και δίπλα ένα διάδρομο απ’ όπου περνούσαν και τα ζώα για να περάσουν στο βάθος σ' ένα μεγάλο αχυρώνα χωρίς παράθυρα ώστε να είναι προφυλαγμένα από ενδεχόμενη κλοπή. Δίπλα ήταν η κουζίνα με το τζάκι, ένας καναπές ένα τραπέζι στοιχειώδη ράφια, όλα με χωμάτινο δάπεδο και χειροποίητες πόρτες.
Τα αγόρια όταν μεγάλωναν, τότε το σχολείο ήταν 4 χρόνια, στα 10 περίπου αναλάμβαναν πλήρεις ευθύνες ως προς την οικονομία του σπιτιού: Όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν, μάζευαν ελιές δούλευαν στα ελαιουργεία, κήποι, δενδροκομία, κ.λπ. Μόλις μεγάλωναν λίγο μετακόμιζαν σε παρακείμενο συνήθως οίκημα μαζί με τα ζώα για να τα φυλάνε και να τα ταΐζουν την νύχτα, καθ' ότι όταν δούλευαν την ημέρα δεν προλάβαιναν να φάνε. Συνήθως κοιμόντουσαν πάνω σε αχυροστρώματα με μπατανίες σίγουρα όχι και πολύ βολικές, όσο για σεντόνια μάλλον θα ήταν λιγοστά η άγνωστα για την εποχή.
Το ίδιο και τα κορίτσια, είχαν ευθύνες από μικρές, όπου εκτός από το φαγητό είχαν και την ευθύνη των μικρών ζώων, κότες, κουνέλια, κήποι, ελιές, θερισμός, αλλά και κέντημα, αργαλειό κ.λπ.
Για καιρό αναρωτιόμουν αν τελικά ήταν η εμπειρία του πολέμου και όλη αυτή η διαδρομή που έκαναν τότε για πρώτη φορά και για πολλούς η μοναδική, να φύγουν εκτός Κρήτης που ο πατέρας μου έφτιαξε ένα τόσο μεγάλο και για την εποχή του σύγχρονο σπίτι. Είχε μεγάλα και διακριτά δωμάτια, με χωριστή κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία και σαλόνι. Ενδεχομένως να ήταν ο πόλεμος και η γνωριμία άλλων τόπων, αλλά σκέφτηκα ότι μάλλον η εμπειρία του σχολείου να ήταν πιο σημαντική. Το 1926-1930 που πήγε σχολείο ο πατέρας, ίσως να ήταν η πρώτη γενιά που πήγε σχολείο, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Για πρώτη φορά μέσω του θεσμού της εκπαίδευσης ένας ‘’ξένος’’ ο δάσκαλος, ανέλαβε και τον εμπιστεύθηκαν οι γονείς, να παιδαγωγήσει τα παιδιά τους σε γνώσεις που ξέφευγαν από την αγροτική καθημερινότητα. Για πρώτη φορά τα νέα παιδιά είχαν άλλα πρότυπα από τους γονείς, διευρύνθηκαν οι επιλογές τους ως προς τις ταυτίσεις, δεν ήταν υποχρεωτικό να εγκλωβιστούν σε μονοσήμαντες σχέσεις εντός οικογενείας ή του σογιού. Έμαθαν αριθμητική, ανάγνωση, γεωγραφία, ιστορία, γραφή και ορθογραφία, κλπ. Απέκτησαν την αίσθηση ενός άλλου κόσμου, είδαν τον τόπο που ζούσαν σαν κομμάτι ενός μεγαλύτερου, αλλά το βασικότερο απέκτησαν και άλλα πρότυπα προς τα οποία μπορούσαν να προσπαθήσουν να μοιάσουν.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σπιτιού ήταν έξω από το σπίτι. Εκτός από τα χωράφια, η αυλή ήταν μέρος για μαγείρεμα με ξύλα εννοείται ειδικά τους μήνες που έκανε καλό καιρό, σχεδόν 8 μήνες τον χρόνο, αλλά και φαγητού, παρέες, κλπ.
Πολύ αργότερα οι φίλοι μου λάτρεψαν την αυλή με το γιασεμί και την τεράστια κληματαριά ειδικά όταν είχε τα σταφύλια, αλλά το βασικότερο την όμορφη σκιά που προστάτευε από ένα έντονο ήλιο το καλοκαίρι.
Ένας από τους πρώτους φίλους όταν ήμουν φοιτητής, ήταν ο Μιχέλ (Michel Hallet-Eghayan) χορογράφος από την Λυών, προς τιμήν δε της φιλίας μας έδωσα το όνομα του στο ένα από τα διαμερίσματα.
Ο Φρανσουά (Francois Dimech) γλύπτης από το Παρίσι, ένας από τους τελευταίους φίλους μου, είχε πολλές ιδέες ως προς τον χαρακτήρα που τελικά πήρε το σπίτι, και δικαιούται και αυτός να δεί το όνομα του σε ένα από τα διαμερίσματα, σε αυτό που είχε την μεγαλύτερη επιρροή.
Προς τιμήν των ευρωπαίων φίλων μου που όλοι λατρεύουν την Ελλάδα και την Κρήτη ειδικότερα, ονόμασα τα 4 διαμερίσματα. Τον Giovanni που εκτίμησε ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό κομμάτι του σπιτιού, την σαλοτραπεζαρία με τα ιταλικά πλακάκια, την Roberta, που έμειναν πολλές φορές στο κομμάτι του σπιτιού μένοντας ξάγρυπνη μέχρι αργά, παρατηρώντας τα αστέρια στον ουρανό, τον Michel που τον γνωρίζω από πολύ παλιά και έχει έρθει πάμπολες φορές, γνωρίζοντας και τους κτήτορες του σπιτιού, και τον Francois, μεγάλο φίλο και θαυμαστή του ελληνικού πολιτισμού.
Το σπίτι αυτό που χτίστηκε από τον Γεώργιο Στεφανουδάκη για να στεγάσει την οικογένεια που έφτιαξε με την σύζυγο του Μαρία, στο εξής θα έχει νόημα ως ένας χώρος φιλοξενίας που θα προάγει την φιλία και το πλησίασμα των ανθρώπων και των πολιτισμών.